A Christmas Carol (NOVEL 2012 v. 1 / IN GREEK) (Greek Edition) Read online




  THANOS KONDYLIS

  A CHRISTMAS CAROL

  (The story of the good angel john)

  GOGOEBOOK

  2012

  ABOUT THE BOOK

  WRITER : THANOS KONDYLIS

  TITLE : A CHRISTMAS CAROL (the story of the good angel john)

  TYPE : Literature

  FORM : NOVEL

  PAGES : 357

  WORDS : 70.000

  LANGUAGE : GREEK (main body) / ENGLISH (preface)

  FIRST PRESENTATION : 2012

  CONTEMPORARY VERSION: 2012 (v.1)

  SUMMARY

  My name is John Goodwill and I was a real-estate tycoon. My job was to gain money by deceiving the others. Literally speaking all I ever wanted in my life was absolute wealth. My only friends, if one could call them such, were some other businessmen who did exactly the same job. My life moved around my professional projects aiming to one target; how to deceive other people in order to snatch both their money and property. Having almost no respect for other people’s life, I lived alone in my extended mansion outside New York surrounded by armed guards.

  But one day I received an unexpected visit from a strange guy. He told me the unthinkable, that he was my angel named also John, and that he had been following me since my birthday! The most important thing, though, was that the angel informed me that I was going to die exactly on Christmas Day.

  Of course I didn’t believe a word. I concluded that all these was just a game of my tired mind because I always worked a lot during Christmas days. But the strange guy didn’t seem disappointed by my derision and indifference. O the contrary. The angel didn’t give up at all his cause to persuade me about his existence and he tried even more to help me.

  And then unexpectedly I met a person from my remote past. She was the only real love I ever had in my capricious life; a beautiful Greek named Danae. Then my life changed forever.

  ΘΑΝΟΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

  (Ο καλός άγγελος Τζον)

  GOGOEBOOK

  2012

  ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ : ΘΑΝΟΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

  ΤΙΤΛΟΣ : ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (Ο καλός άγγελος Τζον)

  ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ : ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

  ΥΠΟ-ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ : ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

  ΣΕΛΙΔΕΣ : 357

  ΛΕΞΕΙΣ : 70.000

  ΓΛΩΣΣΑ : ΕΛΛΗΝΙΚΑ

  ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ : 2012

  ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΜΟΡΦΗ : 2012 (v. 1)

  ΠΕΡΙΛΗΨΗ

  Ο πάμπλουτος μεγαλοεπιχειρηματίας της Νέας Υόρκης, Τζον Γκούντγουιλ, έχει σκοπό της ζωής του να μαζεύει χρήματα. Στην κυριολεξία Θεός του είναι τα υλικά αγαθά και ο πλούτος, ανεξάρτητα με τον τρόπο που μπορεί κανείς να τον αποκτήσει. Έτσι ζει πλουσιοπάροχα σε μια βίλα λίγο έξω από τη Νέα Υόρκη, αλλά στη ζωή είναι κυριολεκτικά μόνος.

  Μόνον λίγους φίλους έχει, αν και αυτοί είναι «φίλοι» λόγω της δουλειάς και τίποτα περισσότερο. Η ζωή του όλη περιστρέφεται και γυρίζει γύρω από επαγγελματικά σχέδια που στόχο έχουν να εξαπατήσουν τους άλλους ώστε ο ίδιος να αποκτήσει ακόμα περισσότερα χρήματα.

  Μια μέρα όμως εκεί που δεν το περιμένει δέχεται την επίσκεψη ενός περίεργου τύπου. Αυτός του λέει ότι είναι ο άγγελός του και τον ενημερώνει ότι ανήμερα τα Χριστούγεννα, σε λίγες ημέρες, θα πεθάνει.

  Ο Τζον βέβαια δεν πιστεύει λέξη από όλα αυτά θεωρώντας ότι είναι παιχνίδι της φαντασίας του μιας και ο ίδιος είναι καθημερινά πολύ κουρασμένος από τη δουλειά του στον ουρανοξύστη του. Αλλά αυτός ο περίεργος τύπος δεν δείχνει να υποχωρεί μπροστά στο χλευασμό και την αδιαφορία που του δείχνει ο Τζον Γκούντγουιλ. Ο άγγελος Τζον, όπως συστήνεται στον επιχειρηματία, προσπαθεί να τον πείσει και να τον βοηθήσει να σωθεί.

  Μέχρι που ο Τζον θα συναντήσει τυχαία ένα πρόσωπο από το παρελθόν, την μοναδική αγάπη που είχε ποτέ στη ζωή του. Είναι μια ελληνίδα, η Δανάη. Τότε η ζωή του θα αλλάξει για πάντα.

  1

  Λέγομαι Τζον Γκούντγουιλ και σχεδόν από τα γεννοφάσκια μου ήμουν το μεγαλύτερο κάθαρμα που πέρασε ποτέ από τη γη… ή τουλάχιστον ένα από τα μεγαλύτερα. Έτσι δηλαδή μου είχε πει κι εκείνος. Ποιος; Ο άγγελός μου, ο Τζον. Σίγουρα θα γελάσατε και θα με περάσατε για τρελό. Όχι και τόσο, θα έλεγα.

  Για να καταλάβετε όμως τι εννοώ, θα πιάσω το νήμα της ιστορίας μου από πιο παλιά. Πρώτα θα σας μιλήσω λίγο για τα παιδικά μου χρόνια. Οι δικοί μου ήταν φτωχοί άνθρωποι και στην πόλη μου, στη Νέα Υόρκη, δούλευαν ως υπάλληλοι. Μεροκάματο, δηλαδή… τίποτα το σπουδαίο. Στο σπίτι γενικά τα φέρναμε βόλτα με το ζόρι.

  Και κοντά σε όλα τα προβλήματά τους οι γονείς μου είχαν κι εμένα στην καμπούρα τους. Κάποια στιγμή, μάλιστα, ο πατέρας μου πάνω σε έναν από τους πολλούς καυγάδες που είχε με τη γριά μου, της το πέταξε: ότι δηλαδή ήμουν ένα… λάθος. Εννοούσε ότι κάποια στιγμή απλά… προέκυψα. Και ότι γενικά δεν με ήθελε. Περιττό να πω ότι αυτό είναι η χειρότερη κουβέντα που μπορεί να ακούσει ένα δεκάχρονο παιδί από τους γονείς του‡ ότι δηλαδή είναι ένα “λάθος της στιγμής”.

  Στο σπίτι οι καβγάδες πήγαιναν σύννεφο. Ήταν ομηρικοί, που λένε και κάτι φίλοι μου, Έλληνες αυτοί, θέλοντας να δηλώσουν πιο παραστατικά την ένταση μιας διαφωνίας ή μάχης, γενικότερα. Λοιπόν μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν μεγάλωνα σωστά. Για την ακρίβεια θυμάμαι ότι πολλές μέρες, ή και νύχτες, τις πέρναγα σε σπίτια φίλων ή ακόμα και σε κοντινά πάρκα. Αυτό κυρίως τα καλοκαίρια που έκανε και ζέστη.

  Το χειμώνα όμως τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα. Γιατί με το τσουχτερό κρύο που επικρατούσε στην πόλη μου - και το χιόνι κάποιες φορές μου έφτανε στον αστράγαλο - δεν μπορούσα να τη σκαπουλάρω εύκολα από το σπίτι, για να ξελημεριάσω κάπου έξω, μέχρι να κοπάσει ο καυγάς.

  Εντάξει… δεν τα ρίχνω όλα στους συχωρεμένους. Ήμουν κι εγώ σκανταλιάρης και τα ήθελε ο κώλος μου, που λέει ο λόγος. Εννοώ τις ξυλιές που - συχνά όχι άδικα - έτρωγα από τον πατέρα μου. Γιατί η μάνα μου σπάνια σήκωνε χέρι πάνω μου, Θεός σχωρέστην την κακομοίρα.

  Λοιπόν ζώντας από μικρούλης μέσα σε τέτοιες καταστάσεις δεν μπορούσα και δεν ήταν δυνατόν να τα περιμένω όλα από τους γονείς μου. Εξού και τα οικονομικά μου ήταν περιορισμένα και πολλές φορές παντελώς ανύπαρκτα. Η οικονομία παντού, ακόμα και στο κολατσιό, ήταν μόνιμη.

  Κάτω από αυτές τις συνθήκες κάποια στιγμή σκέφτηκα ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος, για να αυξήσω το μικρό μου χαρτζιλίκι, ώστε να σταματήσω να βασίζομαι αποκλειστικά στους γονείς μου. Ήμουν τότε στα δεκαπέντε μου, όταν ξεκίνησε η καριέρα μου. Θα καταλάβετε σύντομα τι εννοώ

  Μια μέρα στο σχολείο υπολόγισα ότι με αιματηρές οικονομίες είχα μαζέψει λίγο παραπάνω χρήμα. Σκε
πτόμουν ότι με αυτό το μικρό κομπόδεμα θα μπορούσα να περάσω κάπως άνετα έναν τουλάχιστον μήνα… ίσως και δυο. Απ΄ την άλλη υπήρχε και η ιδέα της αποταμίευσης που μου την είχε κολλήσει η μάνα μου‡ να κρατήσω, δηλαδή, τα χρήματά μου για μια ενδεχόμενη δύσκολη ώρα στο μέλλον, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό.

  Αλλά στο μυαλό μου εκείνη την περίοδο έπαιζε και η τρίτη λύση: να κάνω δηλαδή κάτι πιο άμεσα, για να αυξήσω πιο γρήγορα αυτό το ποσό μου. Αυτή ακριβώς η ιδέα έκανε πέρα τις δυο άλλες. Αλλά πώς θα μπορούσα να την υλοποιήσω;

  Τελικά κατέληξα σε δύο τρόπους: ο πρώτος ήταν ο τζόγος· να πάρω δηλαδή ένα λαχείο. Αν το έκανα αυτό, είχα μια μικρή πιθανότητα να αυξήσω τα λεφτά μου. Όμως τότε θυμήθηκα τον πατέρα μου. Ο συχωρεμένος μπορεί να είχε όλα τα ελαττώματα του κόσμου, αλλά ώρες - ώρες, όταν είχε διαύγεια πνεύματος μακριά από το πιοτό που αφειδώς κατανάλωνε σαν το νερό, με συμβούλευε συνεχώς ένα πράγμα: μακριά από το τζόγο και τα ναρκωτικά.

  Και αυτή ίσως ήταν η πιο σωστή συμβουλή που μου έδωσε ποτέ. Γιατί, όπως διαπίστωσα αργότερα, όταν πια είχα πλουτίσει, η πιθανότητα να κερδίσεις καλά λεφτά από το τζόγο, όταν ο ίδιος είσαι έξω από την κλίκα που οργανώνει το παιχνίδι, είναι μηδαμινή κυριολεκτικά!

  Αυτό λοιπόν με οδήγησε στη δεύτερη επιλογή: να δανείσω τα χρήματά μου με τόκο. Με άλλα λόγια, ακολούθησα το δρόμο των τραπεζών. Τότε, θυμάμαι δεκαετία του εβδομήντα, είχα στα χέρια μου εκατό δολάρια. Τα δάνεισα λοιπόν - με φόβο καρδιάς, είναι αλήθεια, γιατί έμεινα ταπί και ψύχραιμος στο εξής - για ένα μήνα με 100% τόκο σε κάποιον παραλή συμμαθητή μου.

  Ο τύπος ήταν από πολύ πλούσια οικογένεια. Για να καταλάβετε, τον πηγαινοέφερνε το αμάξι του πατέρα του, με ιδιαίτερο οδηγό παρακαλώ! Απλά εκείνη την περίοδο οι δικοί του για κάποιο λόγο του είχαν κόψει το χαρτζιλίκι. Αυτός, είχε άμεση ανάγκη από ρευστό εκείνη τη μέρα, για να βγάλει μια γκόμενα ραντεβού μετά το σχολείο. Του τα έδωσα, κλίσαμε τη συμφωνία, και δώσαμε τα χέρια.

  Ευτυχώς, μετά από ένα μήνα είχα πίσω τη διακοσάρα μου. Γι΄ αυτόν δεν ήταν τίποτα. Ουσιαστικά τόσα ξόδευε τη μέρα αριστερά και δεξιά, όπως μου εκμυστηρεύτηκε κάποια άλλη στιγμή. Λοιπόν, έτσι έκανα την πρώτη δουλειά αυτού του είδους.

  Αυτό ήταν! Σας λέω ότι στο εξής άρχισα να κάνω χρυσές δουλειές στο σχολείο. Μέχρι να τελειώσω το λύκειο είχα μαζέψει πάνω από 5.000 δολάρια, τα οποία κατέθεσα - ή, αν θέλετε, τα δάνεισα - με τόκο σε μια τράπεζα. Οι τράπεζες από μια άποψη είναι οι καλύτεροι φύλακες των χρημάτων. Μπορεί να δίνουν σχετικά χαμηλό τόκο, αλλά όσο πιο καλός και πιστός πελάτης είσαι, τόσο πιο καλά σου συμπεριφέρονται.

  Μιας και είχα μάθει κάπως τη δουλειά, αποφάσισα να επεκτείνω τις δραστηριότητες μου. Συνεργαζόμουν με διάφορες τράπεζες, αλλά πιο σταθερά με μια. Κι έτσι, λίγο καιρό μετά το σχολείο, έκανα την πρώτη μου κομπίνα με κάποιον από εκεί μέσα που στο μεταξύ είχαμε γίνει φιλαράκια. Τη δουλειά την ετοίμαζα από καιρό: τον τύπο – σήμερα, μετά από τόσα χρόνια δεν θυμάμαι ούτε και πώς τον λένε! - τον είχα από κοντά. Βγαίναμε, τα πίναμε, στις γκόμενες μαζί, κι άλλα τέτοια.

  Τελικά του πέταξα την ιδέα. Δεν κουράστηκα σχεδόν καθόλου να τον πείσω ότι θα είχαμε επιτυχία. Δέχτηκε και τελικά καταφέραμε και πήρα ένα μεγάλο δάνειο, 200.000 δολάρια, αλλά με χαμηλό τόκο. Τι τα έκανα τόσα λεφτά; Κάτι απλό κι έξυπνο: κατ΄ αρχήν τα έσπασα σε μικρότερα πόσα των δέκα και είκοσι χιλιάδων. Μετά, ο άλλος, ήδη γνώστης των πελατών οι οποίοι ήδη χρώσταγαν στην τράπεζα ανάλογα ποσά και είχαν δυσκολία να τα αποπληρώσουν αν και έληγε η δανειακή τους σύμβαση, τους έστελνε πακέτο σε μένα.

  Αυτοί ήταν ζήτουλες, εννοώ φτωχομπινέδες, κυρίως μικροεπιχειρηματίες της κακιάς ώρας, που είχαν άμεσα ανάγκη τα χρήματα, για να ξεφύγουν οριστικά από τις τράπεζες. Άλλος τα ήθελε για να μην του πάρει η τράπεζα το ακίνητο για λίγα δολάρια, άλλος για να μην του κλίσουν το μαγαζί, άλλος για να σπουδάσει παιδί, άλλος για κάτι ο,τιδήποτε τελικά τα είχε ανάγκη… και πάει λέγοντας δηλαδή.

  Γενικά ο καθένας είχε ανάγκη από ρευστό και εννοείται ότι για δάνειο 20.000 υπέγραφε για 30.000 ή και 40.000 στην επιστροφή του, το πολύ όμως μέσα σε ένα χρόνο. Για δική μου εξασφάλιση έβαζαν υποθήκη κάποια ακίνητα που είχαν: άλλος σπίτι, άλλος αποθήκη, άλλος οικόπεδο.

  Τώρα θα μου πείτε, «μα γιατί αυτοί δεν πήγαιναν σε μια τράπεζα;» Πολύ απλά όλοι ήταν ήδη χρεωμένοι σε τράπεζες κι αυτές, όχι μόνο δεν τους έδιναν δάνεια πια, αλλά ούτε έξω από το πεζοδρόμιο δεν τους άφηναν να περάσουν, που λέει ο λόγος.

  Οι τράπεζες δεν εμπιστεύονται τέτοιους τύπους που έχουν γενικά μπει στη μπλακ λιστ των άλλων τραπεζών. Γι΄ αυτό και τους ζητούσαν ένα σωρό χαρτιά για εγγύηση. Εγώ όμως δεν ζήταγα χαρτούρα. Έτσι έμπαινα “σφήνα” στο κόλπο και ζητούσα μόνο τα ακίνητά τους, αν δεν με πλήρωναν εγκαίρως.

  Στην πορεία αποδείχτηκε ότι οι τράπεζες ήξεραν καλά σε ποιον αρνούνταν να δώσουν χρήματα. Γιατί μερικοί από αυτούς τους “καλοπληρωτές” έπαιρναν τα λεφτά και δεν εννοούσαν να τιμήσουν το συμβόλαιο και την υπογραφή τους. Με έβλεπαν και νεαρό και άρα με θεωρούσαν και κορόιδο.